ἡμιρρήνιον

ἡμιρρήνιον
ἡμι-ρρήνιον, τό,
A half-grown sheep, Michel995D33:—fem. [suff] ἡμι-ρρηνιαία, , ib. 35 (Delph.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ημιρρήνιον — ἡμιρρήνιον, τὸ (Α) επιγρ. πρόβατο που η ανάπτυξή του δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη, ηλικίας μεταξύ αμνού και προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρρηνιον (< *ρην «αρνί»), πρβλ. πολύ ρρηνες] …   Dictionary of Greek

  • ημιρρηνιαία — ἡμιρρηνιαία, ἡ (Α) [ημιρρήνιον] επιγρ. ἡμιρρήνιον* …   Dictionary of Greek

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”